- δακρύρροος
- δακρύ-ρροος, ον,A flowing with tears, E.Supp.773;
τέκνων πηγαί Id.HF98
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέκνων πηγαί Id.HF98
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δακρύρροος — δακρύρροος, ον (AM) όποιος συνοδεύεται με δάκρυα ή προκαλεί δάκρυα («Αδου μολπὰς δακρυρρόους», «δακρυρρόους θρήνους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + ρoFoς ρους < ρέω] … Dictionary of Greek
δακρύρροον — δακρύρροος flowing with tears masc/fem acc sg δακρύρροος flowing with tears neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυρρόους — δακρύρροος flowing with tears masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυρρόως — δακρύρροος flowing with tears masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
δακρυρροώ — (AM δακρυρροῶ, έω) [δακρύρροος] 1. χύνω δάκρυα, κλαίω 2. (για τα μάτια) στάζω δάκρυα, δακρύζω («ὄμμ ἰδὼν δακρυρροοῡν») αρχ. μσν. 1. κλαίω, θρηνώ κάποιον 2. (για φυτά) στάζω υγρό, ρετσίνι ή κόμμι («περὶ δακρυρροουσῶν ἀμπέλων», Γεωπονικόν) … Dictionary of Greek
δακρύρροια — και δακρυόρροια, η (AM δακρύρροια) [δακρύρροος] η ροή δακρύων από τα μάτια, το κλάμα νεοελλ. παθολογική, άφθονη ή ακατάσχετη εκροή δακρύων … Dictionary of Greek